- ἀποκάτθετ'
- ἀποκάτθετε , ἀπό-κατατίθημιplaceaor imperat act 2nd plἀποκάτθεται , ἀπό-κατατίθημιplaceaor subj mid 3rd sg (epic)ἀποκάτθετο , ἀπό-κατατίθημιplaceaor ind mid 3rd sg (homeric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.